Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σοβιετική εξουσία

  • 1 советский

    советский σοβιετικός; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση; \советскийая власть η σοβιετική εξουσία
    * * *

    Сове́тский Сою́з — η Σοβιετική Ένωση

    сове́тская власть — η σοβιετική εξουσία

    Русско-греческий словарь > советский

  • 2 власть

    власт||ь
    ж
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:
    государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον
    2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:
    местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > власть

  • 3 власть

    власть ж 1) η εξουσία Советская \власть η Σοβιετική εξουσία государственная \власть η κρατική εξουσία 2) мн. \властьи οι αρχές местные \властьи οί τοπι κές αρχές
    * * *
    ж
    1) η εξουσία

    госуда́рственная власть — η κρατική εξουσία

    2) мн.

    властиοι αρχές

    ме́стные власти — οι τοπικές αρχές

    Русско-греческий словарь > власть

  • 4 советский

    советск||ий
    прил σοβιετικός:
    Советский Союз ἡ Σοβιετική Ένωση· \советскийая власть ἡ σοβιετική ἐξουσία· \советский строй τό σοβιετικό σύστημα· \советскийое государство τό σοβιετικό κράτος.

    Русско-новогреческий словарь > советский

  • 5 советский

    επ.
    σοβιετικός•

    советский народ ο σοβιετικός λαός•

    -ая власть σοβιετική εξουσία•

    -ое государство σοβιετικό κράτος•

    строй σοβιετικό καθεστώς•

    -ая конституция το σοβιετικό σύνταγμα•

    советский патриотизм σοβιετικός πατριωτισμός•

    советский союз Σοβιετική Ενωση.

    Большой русско-греческий словарь > советский

См. также в других словарях:

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Ιρκούτσκ — (Irkutsk). Πόλη (593.700 κάτ. το 2000) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (767.900 τ. χλμ., 2.748.000 κάτ.). Βρίσκεται 65 χλμ. Δ της λίμνης Βαϊκάλης, στη συμβολή των ποταμών Ιρκούτ και Ανγκαρά. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • Κισινιόφ ή Κισνόβιο — (Chisinau). Πόλη (711.700 κάτ.) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Είναι χτισμένη στον ποταμό Μπικ, παραπόταμο του Δνείστερου, και αποτελεί το κύριο βιομηχανικό κέντρο της Μολδαβίας. Το 1821 ιδρύθηκε εκεί το πρώτο υφαντουργείο και το… …   Dictionary of Greek

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • Εμβέρ πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1881 – Μπαλτζουάν, Μπουχάρα 1922). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του κινήματος των Νεoτούρκων. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Κωνσταντινούπολης και το 1903 αποφοίτησε από την… …   Dictionary of Greek

  • Ερεβάν — Πόλη (1.247.200 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας, γνωστή μέχρι το 1936 με την ονομασία Εριβάν. Βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της πεδιάδας του Αραράτ και διασχίζεται από τον ποταμό Ραζντάν. H πόλη αποκαλείται από τους… …   Dictionary of Greek

  • Μπουχάρα — Πόλη (περ. 236.000 κάτ.), πρωτεύουσα της ομώνυμης περιοχής του Ουζμπεκιστάν. Η Μ. ιδρύθηκε τον 1o αι. μ.Χ. Το 709, που κατακτήθηκε από του Άραβες, ήταν κιόλας σημαντικό εμπορο βιοτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο της Ασίας. Από τον 9o έως το 10o αι …   Dictionary of Greek

  • σοβιετισμός — ο, Ν 1. το σύστημα διοίκησης με τα σοβιέτ, η σοβιετική εξουσία 2. (κατ επέκτ.) ο κομμουνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sovietism < soviet (βλ. λ. σοβιέτ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»